- υποκατάστατος
- η , ο [ος , ον ] 1.1) замещающий; 2) замещаемый, заменяемый; 2. (τό ) заменитель; субститут (книжн.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υποκατάστατος — η, ο / ὑποκατάστατος, ον, ΝΜΑ [ὑποκαθίστημι] αυτός που έχει υποκαταστήσει κάποιον, αντικαταστάτης, αναπληρωτής νεοελλ. 1. (νομ.) δεύτερος κληρονόμος που ορίζεται σε περίπτωση που ο πρώτος δεν αποδέχεται την κληρονομία 2. το ουδ. ως ουσ. το… … Dictionary of Greek
υποκατάστατος — η, ο ο τοποθετημένος στη θέση άλλου, ο αντικαταστάτης, ο αναπληρωτής: Το καινούριο ελαστικό είναι υποκατάστατο του παλιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑποκατάστατον — ὑποκατάστατος obstinatus masc/fem acc sg ὑποκατάστατος obstinatus neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποκαταστάτοις — ὑποκατάστατος obstinatus masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποκαταστάτους — ὑποκατάστατος obstinatus masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποκαταστάτων — ὑποκατάστατος obstinatus masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυυποκατεστημένος — η, ο, Ν χημ. (ιδίως για οργανική ένωση) αυτός που προκύπτει από την αντικατάσταση περισσότερων τού ενός ατόμων υδρογόνου ενός υδρογονάνθρακα από άλλα άτομα ή ρίζες. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. polysubstitue (< πολυ * +… … Dictionary of Greek